Μια απέραντη εθνική και πολιτική μελαγχολία διαπερνά όλους τους τομείς των δραστηριοτήτων του πολίτη, ο οποίος αναζητά μόνος του να βρει διέξοδο, να αναλύσει την κατάσταση και να αντισταθεί.
Η ανεξέλεγκτη παραβίαση των συνόρων ανάμεσα σε πολιτική και οικονομία ήλθε σαν φυσικό επακόλουθο της κυρίαρχης ιδεολογίας του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της εισβολής της οικονομίας στο πεδίο της πολιτικής αποτελεί ο παραγκωνισμός του Συντάγματος ενόψει της υπογραφής της περίφημης δανειακής σύμβασης.
Γιατί, ενώ το Σύνταγμα αποτελεί πριν από όλα ένα κανονιστικό σύστημα εγγυήσεων κατά της κρατικής αυθαιρεσίας και υπέρ της ατομικής και πολιτικής ελευθερίας, που ρυθμίζει και καθορίζει τις λειτουργίες των εξουσιών, σήμερα δεν λειτουργεί ως τέτοιο.
Με το μνημόνιο εξουσίες που ανήκουν στο Ελληνικό Κοινοβούλιο μεταβιβάστηκαν σε ένα διεθνές όργανο. Μεταβιβάστηκαν επίσης εξουσίες που κατά το Σύνταγμα έχει ο Πρωθυπουργός και το υπουργικό συμβούλιο. Ακόμη και η εποπτεία της νομιμότητας ασκείται πλέον από τρίτους. Που δεν έχουν εξουσία να την ασκούν. Το κοινωνικό κράτος που αποτελεί, εκτός των άλλων, και διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο καταλύεται.
Πρόκειται επομένως για μια εξωδικαιϊκή εξουσία που αφαιρεί κατοχυρωμένα δικαιώματα και καταργεί θεμελιώδεις ελευθερίες. Και η μόνη εξουσία που δεν αντλεί νομιμοποίηση από πουθενά είναι η πειρατική εξουσία. Μια εξω-πολιτική διαδικασία που σε καμία περίπτωση δεν έχει λαϊκή νομιμοποίηση ή εξουσιοδότηση από κανένα υπέρτατο Νόμο του Κράτους. Το Σύνταγμα δημιουργεί προσδοκίες στον δικαιούχο λαό. Και κανένας δεν μπορεί να διαλύσει αυτές τις προσδοκίες.
Ο λαός αναγνωρίζεται και αναγορεύεται από το Σύνταγμα εγγυητής της συνταγματικής νομιμότητας. Και οι πολίτες αντιστέκονται στην κατάλυση της συνταγματικής νομιμότητας και νομιμοποιούνται να την υπερασπίζονται.
Οι κοινωνίες πλήττονται ανεπανόρθωτα και εντατικοποιείται ο ανταγωνισμός. Οι πολίτες ασφυκτιούν, αφού η οικονομική κρίση φορτώνεται για πολλά χρόνια στα πιο αδύνατα στρώματα του πληθυσμού. Οι νέοι πιέζονται να αποδεχτούν και να εξοικειωθούν με τις συνθήκες προσωρινότητας και ανασφάλειας.
Δίπλα στις κυρίαρχες πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού έπονται ή και προηγούνται η διαφθορά, η διαπλοκή, η απαξίωση της πολιτικής ζωής και εν τέλει η απουσία πολιτικής.
Την ίδια στιγμή, για την μεγάλη πλειονότητα των πολιτών, η πολιτική έχει χάσει την ανατρεπτική της ορμή και την απελευθερωτική της διάσταση. Το έλλειμμα εκπροσώπησης που διαφαίνεται σήμερα είναι μεγαλύτερο από ποτέ. Και τούτο γιατί η παραδοσιακή λειτουργία των θεσμών απωθεί, απογοητεύει και αποτρέπει τους πολίτες από τη συμμετοχή στα κοινά. Αποστασιοποίηση όμως δεν σημαίνει απαραίτητα αποπολιτικοποίηση. Δεν σημαίνει παραίτηση και πολύ περισσότερο δεν σημαίνει αδιαφορία.
Αντίθετα, η κοινωνία, πέρα από τις δεδομένες μορφές συλλογικής εκπροσώπησης, κινείται. Τη συγκινούν και την ευαισθητοποιούν περισσότερο η κινηματική δράση, οι τοπικές πρωτοβουλίες, οι κινήσεις πολιτών.
Η Αριστερά σε αυτή τη συγκυρία οφείλει να διατυπώσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο εξόδου από την κρίση. Όχι μόνο με οικονομικές παραμέτρους αλλά μια ολοκληρωμένη αντιπρόταση για τις ζωές μας. Αυτό προϋποθέτει μια αλλαγή προοπτικής που έρχεται σε ρήξη με την αντίληψη της πολιτικής που έχουμε σήμερα. Ζητούμενο είναι μια πολιτική πρόταση που θα συναρθρώνει με οργανωμένο τρόπο τα κοινωνικά αιτήματα, θα κινητοποιεί τις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου, θα συγκινήσει και θα ξαναδώσει ανατρεπτική ώθηση στην πολιτική.
Η νέα εποχή δεν μπορεί να προκύψει μέσα από συμψηφισμούς κέρδους και ζημιάς. Με προσθέσεις και αφαιρέσεις. Η τοποθέτηση απέναντι στις επιταγές του μνημονίου αποτελεί καταρχήν μια ευκαιρία για τη συγκρότηση ενός μετώπου. Πέρα από το μνημόνιο όμως είναι αδήριτη ανάγκη η συμπόρευση περισσότερων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων για την παραγωγή πολιτικής, με βάση αξίες και θέσεις, για την ανατροπή της κατάστασης σήμερα, για να διαλυθεί αυτή η διάχυτη αίσθηση της ματαιοπονίας, που τσακίζει τα όνειρα και ακυρώνει τα σχέδια κυρίως των νέων.